Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Κύκνειο άσμα

[...] Ίδια εποχή, ένας χρόνος πριν. Ζούσα ευτυχισμένη μέσα στη νέα πραγματικότητα που είχα χτίσει με χαμόγελα, αγκαλιές και φίλους σε ένα μέρος μακριά από την Ελλάδα. Σε ένα μέρος στο οποίο η κάθε μέρα σου επιφύλασσε και μία νέα φιλία. Κάθε στιγμή και μία συναρπαστική έκπληξη. Οι μέρες κυλούσαν μα κανείς μας δεν έπαιρνε είδηση ότι αυτή η πραγματικότητα έφτανε στο τέλος της. Ή μάλλον, όλοι το γνωρίζαμε απλώς δεν θέλαμε να το παραδεχθούμε. Είναι αλήθεια.. ο άνθρωπος δεν είναι ευπροσάρμοστος στις αλλαγές. Σου κακοφαίνεται αρκετά, όταν κάποιος σου διαλύει την ευταξία, στην οποία έχεις συνηθίσει να ζείς ή τελοσπάντων στην οποία νομίζεις ότι ζείς.

Πράγματι, είχε φθάσει η στιγμή που πάντα σιχαινόμουν. Έπρεπε για ακόμα μία φορά να πω "αντίο". Μα τί άσχημη λέξη;; Και δηλαδή, πώς απαιτούν από μένα να πώ αντίο έτσι απλά; Θα προτιμούσα να εξαφανιζόμουν. Να μου έδινε ο Χάρρυ Πότερ τον μανδύα που σε κάνει αόρατο, να τον φορούσα και να χανόμουν αθόρυβα. Ο Χάρρυ Πότερ, αρνήθηκε. Συνεπώς, έπρεπε να αντιμετωπίσω για ακόμα μία φορά την βλοσυρή πραγματικότητα μόνη μου. Άδειασα το δωμάτιο μου ξεγυμνώνοντάς το από κάθε τι δικό μου: οι στιγμές που κρέμονταν στον τοίχο με τη μορφή φωτογραφιών, το κολλάζ που με τόσο κόπο έφτιαξα, τα συρτάρια με ξεχασμένες αφιερώσεις, γράμματα, λογαριασμούς, βιβλία. Όταν πια ολοκληρώθηκε η οδυνηρή αυτή διαδικασία, το μόνο που έμενε ήταν να αποχαιρετήσω όλους εκείνους τους ανθρώπους που βοήθησαν να δημιουργηθεί αυτό το μωσαϊκό της "ψεύτικης" πραγματικότητας στο οποίο ζήσαμε για έξι μήνες. [...]

Ο ήλιος από το παράθυρο διέσδυε με μεγάλη αποφασιστικότητα. Το μεσημέρι εκείνο βρήκε το δωμάτιο, στο οποίο ξετυλίχθηκαν οι στιγμές ευτυχίας μου, απογυμνωμένο σχεδόν στεγνό από τη μέθη των προηγούμενων μηνών. Έπρεπε να πω αντίο. Έπρεπε.  Αποχαιρέτησα πρώτα την συγκάτοικό μου αφήνοντας της ένα γράμμα. Έκατσα και έγραψα μία αράδα λέξεων. Ήταν γεμάτες από αγκαλιές, ελπίδες, όνειρα, φιλιά. Τις άφησα όλες εγκλωβισμένες στο χαρτί πάνω στο τέως γραφείο μου. Ύστερα ήρθε η σειρά της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, της Αυστρίας, της Γεωργίας,της Πολωνίας, της Τουρκίας και της Ισπανίας.

Το ξεκίνημα αυτό άρχισε με ένα τεράστιο πάρτυ. Έπρεπε λοιπόν να κλείσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι και έγινε. Στήθηκε πάρτυ πλάι στις όχθες του ποταμού. Προσκαλεσμένοι όλοι. Μηδενός εξαιρουμένου: από τους ανθρώπους μέχρι το φεγγάρι που έλαμπε και μας φώτιζε από ψηλά. Κάποιοι κλαίγαμε, κάποιοι γελάγανε, κάποιοι τραγουδούσαν αποχαιρετιστήρια άσματα. Άλλοι ορκίστηκαν επιστροφή στο ίδιο αυτό σημείο μετά από λίγα χρόνια. Τα δάκρυα ανακούφιζαν την ψυχή μου. Δάκρυα χαράς για όσα πέρασα και δάκρυα απέραντης λύπης τώρα που καλούμουν να τα αφήσω μία για πάντα πίσω μου.

Περασμένες 12. Οι γραμμές των τρένων έκαιγαν από την έλευση των μεταμεσονύχτιων συρμών. Για πρώτη φορά ευχόμουν να μην τηρηθεί η συνέπεια των σιδηροδρομικών δρομολογίων. Για πρώτη φορά, προσευχόμουν να γίνει κάτι την έσχατη στιγμή και να παραμείνω εκεί. Σε αυτή την χώρα που τόσο αγάπησα. Πλεονεξία. Και ενώ είχα πεισθεί ότι ίσως κάτι απρόσμενο συνέβαινε, μία δυνατή βουή ακούστηκε από τον σκοτεινό σιδηροδρομικό διάδρομο. Από τα μεγάφωνα, ακούστηκε μία ακόμα σλοβένικη ανακοίνωση: η ώρα που φοβόμουν είχε μόλις φθάσει. Η ώρα του αποχαιρετισμού. Το τρένο είχε μόλις φτάσει στο σταθμό. Επιβιβάστηκα. Δεν ήξερα αν ήθελα να κοιτάζω από το παράθυρο την πόλη να απομακρύνεται σιγά σιγά από τα θολά μου μάτια. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω. Απόφασισα να κάτσω στο παράθυρο. Πράγματι, για τελευταία φορά μου αποδείκνυε πόσο όμορφη ήταν η πόλη αυτή φορώντάς τη νυχτερινή της ποδιά. "Καληνύχτα αγαπημένη". Καληνύχτα αγαπημένη μου" μονολόγησα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου