Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Κανείς δεν ζει στο παρόν.

Θα έπρεπε να βρίσκομαι στη σελίδα 250 αυτή τη στιγμή που σου γράφω. Είμαι όμως ακόμα στην 100η και όπως φαίνεται, θα αργήσω να την γυρίσω. Και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: ο πρώτος είναι απλός και εύκολα κατανοήσιμος. Δεν με ενδιαφέρουν τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, ούτε οι βαλλιστικοί πύραυλοι που αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου. Κατανοώ την πυρηνική ισορροπία της δεκαετίας του 1960 αλλά προς το παρόν-είπα παρόν ε;- δεν μου λύνει κάποιο από τα προβλήματα που παρελαύνουν στο κεφάλι μου. Και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, αρκετά πιο περίπλοκος από τον πρώτο. Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα- δύο ακούω τον ρυθμικό βηματισμό των απανωτών σκέψεων που κατακλύζουν το μυαλό. 


Αυτό τον καιρό, υποδύομαι τον υπέροχο-ομολογώ!- ρόλο του τετράποδου. Βρίσκομαι με το ένα πόδι στο παρελθόν, με το άλλο πόδι στο μέλλον και με τα δύο χέρια μου στο παρόν. Υποθέτω ότι τα δύο πόδια μόνα τους είναι ισχυρότερα από τα δύο χέρια μαζί. Κάνω λάθος; Πιθανόν. Και το ένα τραγούδι θα φέρει το άλλο και εγώ μετέωρη να περπατώ ξανά σε γνώριμα σοκάκια του παρελθόντος. Και η μία συγκίνηση θα υποδεχθεί την άλλη και πάει λέγοντας. Σούπερ! Και οι ελπίδες του αύριο, θα με εκτοξεύσουν ξανά σε άλλη πραγματικότητα. Ίσως να είναι πιο υγρή και πιο γαλάζια και πιο λαχταριστή.

Προσγείωση ξανά στους βαλλιστικούς πυραύλους. Απογοήτευση. Το επόμενο βήμα; Παίζω με τις λέξεις, τις σχέσεις, τις ορέξεις και τις βλέψεις. Ύστερα, πιάνω τις νότες και τις μελωδίες. Το πεντάγραμμο και το σολφέζ. Και μέσα σ΄ όλα αυτά, σκέφτομαι ότι κανείς δεν ζει το παρόν. Κανείς δεν ζει στο παρόν. Όχι, δεν το κατακρίνω. Ίσως, να μην είναι και τόσο λάθος τελικά. Ποιός ξέρει.

Κύκνειο άσμα

[...] Ίδια εποχή, ένας χρόνος πριν. Ζούσα ευτυχισμένη μέσα στη νέα πραγματικότητα που είχα χτίσει με χαμόγελα, αγκαλιές και φίλους σε ένα μέρος μακριά από την Ελλάδα. Σε ένα μέρος στο οποίο η κάθε μέρα σου επιφύλασσε και μία νέα φιλία. Κάθε στιγμή και μία συναρπαστική έκπληξη. Οι μέρες κυλούσαν μα κανείς μας δεν έπαιρνε είδηση ότι αυτή η πραγματικότητα έφτανε στο τέλος της. Ή μάλλον, όλοι το γνωρίζαμε απλώς δεν θέλαμε να το παραδεχθούμε. Είναι αλήθεια.. ο άνθρωπος δεν είναι ευπροσάρμοστος στις αλλαγές. Σου κακοφαίνεται αρκετά, όταν κάποιος σου διαλύει την ευταξία, στην οποία έχεις συνηθίσει να ζείς ή τελοσπάντων στην οποία νομίζεις ότι ζείς.

Πράγματι, είχε φθάσει η στιγμή που πάντα σιχαινόμουν. Έπρεπε για ακόμα μία φορά να πω "αντίο". Μα τί άσχημη λέξη;; Και δηλαδή, πώς απαιτούν από μένα να πώ αντίο έτσι απλά; Θα προτιμούσα να εξαφανιζόμουν. Να μου έδινε ο Χάρρυ Πότερ τον μανδύα που σε κάνει αόρατο, να τον φορούσα και να χανόμουν αθόρυβα. Ο Χάρρυ Πότερ, αρνήθηκε. Συνεπώς, έπρεπε να αντιμετωπίσω για ακόμα μία φορά την βλοσυρή πραγματικότητα μόνη μου. Άδειασα το δωμάτιο μου ξεγυμνώνοντάς το από κάθε τι δικό μου: οι στιγμές που κρέμονταν στον τοίχο με τη μορφή φωτογραφιών, το κολλάζ που με τόσο κόπο έφτιαξα, τα συρτάρια με ξεχασμένες αφιερώσεις, γράμματα, λογαριασμούς, βιβλία. Όταν πια ολοκληρώθηκε η οδυνηρή αυτή διαδικασία, το μόνο που έμενε ήταν να αποχαιρετήσω όλους εκείνους τους ανθρώπους που βοήθησαν να δημιουργηθεί αυτό το μωσαϊκό της "ψεύτικης" πραγματικότητας στο οποίο ζήσαμε για έξι μήνες. [...]

Ο ήλιος από το παράθυρο διέσδυε με μεγάλη αποφασιστικότητα. Το μεσημέρι εκείνο βρήκε το δωμάτιο, στο οποίο ξετυλίχθηκαν οι στιγμές ευτυχίας μου, απογυμνωμένο σχεδόν στεγνό από τη μέθη των προηγούμενων μηνών. Έπρεπε να πω αντίο. Έπρεπε.  Αποχαιρέτησα πρώτα την συγκάτοικό μου αφήνοντας της ένα γράμμα. Έκατσα και έγραψα μία αράδα λέξεων. Ήταν γεμάτες από αγκαλιές, ελπίδες, όνειρα, φιλιά. Τις άφησα όλες εγκλωβισμένες στο χαρτί πάνω στο τέως γραφείο μου. Ύστερα ήρθε η σειρά της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, της Αυστρίας, της Γεωργίας,της Πολωνίας, της Τουρκίας και της Ισπανίας.

Το ξεκίνημα αυτό άρχισε με ένα τεράστιο πάρτυ. Έπρεπε λοιπόν να κλείσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι και έγινε. Στήθηκε πάρτυ πλάι στις όχθες του ποταμού. Προσκαλεσμένοι όλοι. Μηδενός εξαιρουμένου: από τους ανθρώπους μέχρι το φεγγάρι που έλαμπε και μας φώτιζε από ψηλά. Κάποιοι κλαίγαμε, κάποιοι γελάγανε, κάποιοι τραγουδούσαν αποχαιρετιστήρια άσματα. Άλλοι ορκίστηκαν επιστροφή στο ίδιο αυτό σημείο μετά από λίγα χρόνια. Τα δάκρυα ανακούφιζαν την ψυχή μου. Δάκρυα χαράς για όσα πέρασα και δάκρυα απέραντης λύπης τώρα που καλούμουν να τα αφήσω μία για πάντα πίσω μου.

Περασμένες 12. Οι γραμμές των τρένων έκαιγαν από την έλευση των μεταμεσονύχτιων συρμών. Για πρώτη φορά ευχόμουν να μην τηρηθεί η συνέπεια των σιδηροδρομικών δρομολογίων. Για πρώτη φορά, προσευχόμουν να γίνει κάτι την έσχατη στιγμή και να παραμείνω εκεί. Σε αυτή την χώρα που τόσο αγάπησα. Πλεονεξία. Και ενώ είχα πεισθεί ότι ίσως κάτι απρόσμενο συνέβαινε, μία δυνατή βουή ακούστηκε από τον σκοτεινό σιδηροδρομικό διάδρομο. Από τα μεγάφωνα, ακούστηκε μία ακόμα σλοβένικη ανακοίνωση: η ώρα που φοβόμουν είχε μόλις φθάσει. Η ώρα του αποχαιρετισμού. Το τρένο είχε μόλις φτάσει στο σταθμό. Επιβιβάστηκα. Δεν ήξερα αν ήθελα να κοιτάζω από το παράθυρο την πόλη να απομακρύνεται σιγά σιγά από τα θολά μου μάτια. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω. Απόφασισα να κάτσω στο παράθυρο. Πράγματι, για τελευταία φορά μου αποδείκνυε πόσο όμορφη ήταν η πόλη αυτή φορώντάς τη νυχτερινή της ποδιά. "Καληνύχτα αγαπημένη". Καληνύχτα αγαπημένη μου" μονολόγησα.

Παλίρροια

Συγχώρεσε με μικρό ημερολόγιο. Για λίγο ξέχασα πώς υπάρχεις. Ξέχασα την γλυκιά σου γεύση, η αφελής. Μα πώς μπόρεσα; Μα.. από ό,τι φαίνεται δεν μου κόστισε και πολύ. Ξεχνώ εύκολα. Ξεχνάμε εύκολα. Ξέχασα φίλους παλιούς. Λησμόνησα στιγμές, ανθρώπους. Λυπηρό. Και εδώ έρχεται η λυπηρή συνειδητοποίηση της ενηλικίωσης. Δεν θα ξαναχαμόγελασω ποτέ τόσο αθώα όσο στην φωτογραφία αυτή των διακοπών του 1996 στην Ζάκυνθο. Και ας μου έλειπαν τα δύο μπροστινά μου δόντια. Και ας ήταν κολλημένοι πάνω μου σαν βδέλλες οι κόκκοι άμμου της χρυσαφένιας  εκείνης παραλίας.

Ο χρόνος τρέχει. Και εσύ η σκιά του. Λαχανιάζεις μπας και τον προλάβεις. Σε πρόλαβε, δυστυχώς. Τα παράθυρα μέρα με τη μέρα σφραγίζονται όλο και πιο γερά. Οι πόρτες κλειδαμπαρώνονται ασφυκτικά. Και οι άνθρωποι μέσα όλο και περισσότερο μόνοι. Μόνοι. Φαύλος κύκλος. Και τώρα που η ώρα έφτασε να κλείσει ένας ακόμα πολύχρωμος κύκλος, πώς αισθάνεσαι; Θλίψη, κατάθλιψη, μοναξιά, υπερηφάνεια, σιγουριά; Για ένα ακόμα βράδυ τα ερωτήματα πολλά και εγώ πολύ λίγη για να τα απαντήσω. Πώς θα αποκτήσουν οι λέξεις ξανά το νόημα τους; Πώς θα μπορέσεις αύριο να γίνεις λίγο καλύτερος από χθές; Πώς θα κερδίζεις το στοίχημα της ζωής σου; Οι ζαριές πολλές. Η τύχη ίσως βρεθεί κοντά σου. Και αν ακόμα αποτύχεις, μην δειλιάσεις. Μία μουσική αλλότρια, ένα χάδι θεϊκό θα βρεθούν να σε τραβήξουν προς την επιφάνεια. Η απουσία σου κοστίζει περισσότερο από όλο το χρυσάφι της γης. Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο. Λερώνεσαι από "μικρές" στιγμές, μέτρια συναισθήματα. Πάντα σου προκαλούσε απέχθεια το μέτριο. Μα να που τώρα, βρίσκεσαι εγκλωβισμένος σε αυτό. Και δεν πρόκειται να ξεφύγεις από αυτό. Είσαι πολύ "μικρός" για να το κάνεις.

Δύσκολη μέρα. Μα ήδη έδυσε και αυτή. Ένα γλυκό όραμα μπορεί να σε επισκεφθεί απόψε, παίρνοντας από πάνω σου όλα τα πονίδια. Το ξέρω πώς πονάς. Πονάς για τους ανθρώπους που χάνονται, για τους δυνατούς έρωτες που προσπερνάς, για τις αυθεντικές στιγμές που σβήνουν μέρα με τη μέρα. Πονάς για όσα δεν έζησε και για όσα έπονται. Ήμουνα σίγουρη. Μα δεν μπορώ να επαληθεύσω την σιγουριά μου αυτή. Θα κλείσω τον διακόπτη. Τουλάχιστον για απόψε.