Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Push the button to stop thinking

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Γνωρίζω καλά πως οι παραγγελίες είναι πολλές γι' αυτό προτρέχω, μπας και καταφέρω κάτι, μιας και πέρυσι με ξέχασες. Απ' όσα μπορώ να θυμηθώ ξέχασες πολλούς, ιδίως εδώ στο νότο. Κρίμα.. και πίστευαν σε σένα. Σου ξαναστέλνω αυτήν την επιστολή για δεύτερη χρονιά, παραποιώντας λίγα απ' τα λόγια μου. Με την διαφορά πως φέτος θα είμαι πιο λιτή πάρα ποτέ. Δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά άλλωστε.

Το ξέρω πως ο απολογισμός της προηγούμενης χρονιάς θα μπορούσε να ήταν και καλύτερος, ωστόσο, ακόμα και έτσι, νομίζω πως δικαιούμαι και εγώ ένα μικρό δωράκι. Ονειρεύομαι μέρες τώρα, πως φέτος, μες στην χριστουγεννιάτικη κάλτσα θα υπάρχει ένα μπλε μικροσκοπικό μηχανάκι-φημολογείται πως πρόσφατα κυκλοφόρησε στις αγορές του κόσμου. Λένε πως οι δυνατότητες του είναι απερίγραπτες. Κάποιος μου είπε ,μάλιστα, πως του χάρισε πολύτιμες στιγμές χαλάρωσης και αποχής από το ακούραστο brainstorming του. Του κόστισε βέβαια τον κούκο αηδόνι αλλά εγώ λέω χαλάλι το αηδόνι και τον κούκο μαζί. Κάνε μου λοιπόν αυτό το δώρο άγιε μου βασίλη και σου υπόσχομαι πως δεν θα ξαναπώ σε κανέναν ότι δεν υπάρχεις!

Ίσως με αυτόν τον τρόπο αποκτήσω πάλι το απολωλώς πρόβατο που μου στέρησαν χωρίς να μου ζητήσουν καν την άδεια. Το σκέφτομαι ως εξής: Θα πατήσω το ON και τατατατααα ..δεν θα με αγγίζει καμία αλυσίδα. Το μυαλό θα απεγκλωβιστεί και δεν θα με απασχολεί τίποτα πια. Θα γίνω ένα άβουλο πλάσμα. Ξανά πίσω στα θρανία του δημοτικού! Θα μπορέσω να δω επιτέλους "αυτό", έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως θα ήθελα ή θα μπορούσε να είναι. Δάκρυ δεν θα ξανακυλήσει γιατί απλά δεν θα έχει λόγο.

Ο ήλιος θα ξαναγινόταν κίτρινος -μόνο!- γδυτός από πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις. Ο ουρανός θα ήταν μπλε, σχεδιασμένος με τον μπλε μαρκαδόρο που τον ζωγραφίζαμε στις ακουαρέλες του δημοτικού. Θα υπήρχαν μικρά άσπρα σπιτάκια,δωρικά στολισμένα και ένας ξυπόλυτος άνθρωπος, η ροζ φιγούρα με στρογγυλό κεφάλι και τις 5 γραμμές για προέκταση(2 ευθείες τα χέρια του, μία το σώμα του και δύο οδοντογλυδίφες τα ποδαράκια του).

Θα σταματούσα να κρυφοκοιτώ πίσω από τις κουρτίνες του προφανούς, γιατί απλά θα ήταν όλα προφανή. Εύκολα, τόσο εύκολα όσο η ζωή ενός παιδιού. Δεν θα φοβόμουν το αύριο γιατί θα ζούσα μόνο το σήμερα και αυτό θα μου αρκούσε. Θα σ' αγαπούσα πιο πολύ, ατρόμητη σαν θα ζούσα. Θα έβλεπα την ομορφιά ξανά μες απ' το πιτσιρίκι, με τον ίδιο τρόπο που αυτό με κοίταξε σήμερα. Ένα κουμπάκι τόσο δα μικρό, τί ψυχή έχει; ρόδινη αν κάνει μία ζωή; Η αναζήτηση της αλήθειας μου θα τελειώσει εκεί, η ύπαρξη μίας και μοναδικής αλήθειας θα την σκεπάσει και θα χαθεί στη λήθη. Καμία επίγνωση, καμία γνώση..


Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Περιπλάνηση νοl 1



Ξημερώνει η Κυριακή, πορτοκαλιά μες στο κουστούμι της. Με στεντόρεια φωνή κραυγάζει το παρόν της, Ο ήλιος ντροπαλός χαϊδεύει απαλά τις ψυχές των ανθρώπων. Μία απ’αυτές είναι και η δική μου. Παραξενεύομαι. Είναι εδώ για να τροφοδοτήσει σιωπηλά την ανάσα, που παρ’ολίγο να χανόταν. Ο βορειάς ήταν έτοιμος να την πάρει μαζί του. Παρατρίχα γλίτωσε.

Έβαλα πλώρη για άγνωστες διαδρομές. Ένα ακόμη δειλινό με βρίσκει να διασχίζω ανοίκειους δρόμους με τα βλέφαρα σκασμένα. Ένοχα βλέμματα, χρόνια φαγωμένα με προσπερνούν. Υγρά μάτια, σκουριασμένα σώματα. Δεν χαμηλώνω το βλέμμα μου. Συνεχίζω να τους κοιτώ. Κατάματα. Σήμερα, ναι σήμερα, το λιγότερο που οφείλεις να κάνεις είναι να κοιτάξεις τον άλλον κατάματα. «Δεν γίνεται, χρωστάω πολλά», μου απαντάς.

Άλλη μία μέρα σιωπής. Μία φιγούρα γνώριμη με κοιτά και μου λέει «Βλέπεις, δεν στο πα ποτέ, με έχεις γερά δεμενή». Ράγισε η καρδιά μου. Δεν κατάλαβα. Δεν είπα λέξη απλώς συνέχισα το περπάτημα. Ήθελα να της πω πως μου θυμίζει μία κυρία που ήταν κρυμμένη σε ουρανούς που φοβόταν. Παγιδευμένη εκεί, έβγαινε μόνο όταν της έλεγες «Μου έλειψες, μη πεις τίποτα, απλά κοίτα με». Αφήνε συχνά κάτω τα μαλλιά της, με την ελπίδα πως θα της χτυπήσει την πόρτα, αυτή η ψευδαίσθηση ελευθερίας που κάπου-κάπου την επισκεπτόταν. Ξεχάστηκε και αυτή. Γύρισα πίσω να την προλάβω. Μα είχε ήδη εξαφανιστεί.

Προχωρώ. Μουσικές αλλότριες ακούγονται πίσω από τα σκονισμένα πατζούρια. Μία κοπέλα παίζει ένα ξεκούρδιστο πιάνο στον 3ο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το πιο ωραίο τραγούδι που έχω ακούσει. Την χειροκροτώ. Πού θα καταλήξει αναρωτιέμαι. Ένας άλλος, παραπατάει καθώς προσεύχεται να φτάσει σπίτι του, φαίνεται σουρωμένος. Καταπιάνομαι για λίγο με την ζωγραφική. Σχεδιάζω νοητά προορισμούς. «Είναι ωραία η ζωή» σκέφτομαι.

Παίρνω το δρόμο που βγάζει από την πόλη. Έφθασα κιόλας στο λιμάνι. Θα ήθελα να ήμουν σαν και σένα. Ένα πλοίο, με τα πανιά του ανοιγμένα, έτοιμο για αναχώρηση. Να μπορούσα σαν και σένα να μην χάσω άλλη μία όμορφη νύχτα. Με ρωτάς γιατί όχι; Δεν έχω απάντηση. Είναι που σιγά σιγά πέφτουν τα φύλλα, και ο χειμώνας καραδοκεί να μαστιγώσει τις ψυχές μας. Κοιτώ το ρολόι. Πέρασαν ήδη κάμποσες ώρες. Ήρθε η ώρα του γυρισμού. Δύσκολη ώρα..